- κλινόπους
- ο, και κλινόποδο, το (AM κλινόπους, -οδος, ὁ)συν. στον πληθ. τα πόδια τού κρεβατιού, τα στρίποδααρχ.το σημείο στο οποίο στηρίζεται κάτι, το στήριγμα («κλινόπους τοίχου», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πους (< πούς), πρβλ. γωνιό-πους, κεφαλό-πους].
Dictionary of Greek. 2013.